- στριφνοί
- στριφνόςfirmmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στριφνός — ή, όν, Α 1. σταθερός, στερεός («ὀστέα στριφνότατα», Ιπποκρ.) 2. στιφρός* 3. δριμύς στη γεύση 4. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος («στριφνοὶ γέροντες», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Εκφραστικός σχηματισμός με επίθημα νός (πρβλ. πυκνός) που, κατά… … Dictionary of Greek